επίσημα
Greek Monolingual
το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) σήμα
νεοελλ.
1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του
2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο
3. φρ. «κινητό επίσημα» — κινητό χαρτόσημο
4. ναυτ. αντικείμενο κατασκευασμένο με συμβολικό σχήμα και χρώμα που τοποθετείται για να επισημαίνει σκοπέλους και υφάλους στους ναυτιλλομένους
αρχ.
νεύμα, σημείο, διακριτικό σημάδι (α. «τάχ’ εἰσόμεσθα τοὐπίσημα ὅποι τελεῖ», Αισχύλ.
β. για νόμισμα, «διηκόσιαι γὰρ ὁ μισθὸς δραχμαί, τῶν ἐπίσημ’ Ἄρατος», Σιμων.).