ἐπίσημα

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσημα Medium diacritics: ἐπίσημα Low diacritics: επίσημα Capitals: ΕΠΙΣΗΜΑ
Transliteration A: epísēma Transliteration B: episēma Transliteration C: episima Beta Code: e)pi/shma

English (LSJ)

-ατος, τό, device on a coin, Simon.157; on a shield, τοὐπίσημ' A.Th.659; ἐ. ἔχων.. ἐν μέσῳ σάκει E.Ph.1107, cf.1125: also in form ἐπίσαμα, Schwyzer 607 (Thess., v B.C.).

German (Pape)

[Seite 977] τό, = ἐπίσημον, Eur. Phoen. 1114. 1131; von der Münze, Simonds. bei D. L. 4, 45.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
empreinte sur.
Étymologie: ἐπί, σῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσημα: ατος τό знак (sc. τῶν δραχμῶν Simonides ap. Diog. L.; sc. ἐπ᾽ ἀσπίδος Aesch.): ἐ. οἰκεῖον ἐν μέσῳ σάκει Eur. родовая эмблема в середине щита.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσημα: τό, σημεῖόν τι ἢ τύπος ἐπὶ νομίσματος, Σιμωνίδης παρὰ Διογ. Λ. 4. 45· ἐπὶ ἀσπίδος, τοὐπίσημ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 659· ἐπ. ἔχων... ἐν μέσῳ σάκει Εὐρ. Φοίν. 1107, πρβλ. 1125, καὶ ἴδε ἐπίσημον.

Greek Monolingual

το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) σήμα
νεοελλ.
1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του
2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο
3. φρ. «κινητό επίσημα» — κινητό χαρτόσημο
4. ναυτ. αντικείμενο κατασκευασμένο με συμβολικό σχήμα και χρώμα που τοποθετείται για να επισημαίνει σκοπέλους και υφάλους στους ναυτιλλομένους
αρχ.
νεύμα, σημείο, διακριτικό σημάδι (α. «τάχ’ εἰσόμεσθα τοὐπίσημα ὅποι τελεῖ», Αισχύλ.
β. για νόμισμα, «διηκόσιαι γὰρ ὁ μισθὸς δραχμαί, τῶν ἐπίσημ’ Ἄρατος», Σιμων.).

Greek Monotonic

ἐπίσημα: -ατος, τό, = ἐπίσημον, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ἐπί-σημα, ατος, τό, = ἐπίσημον, Aesch., Eur.]

English (Woodhouse)

badge, crest, device, coat of arms

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)