(I)και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) στόμαεπίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα.(II)το1. το μπροστινό τμήμα της κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων.