Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
επαίτης
Greek Monolingual
ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῖτις») επαιτώ ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν.- νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.