(Α ἐπανθίζω)στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.)αρχ.ποικίλλω («ἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.).