ἐπανθίζω
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
A deck as with flowers, make bright-coloured, ἐ. τινὶ ἐρύθημα give one a red tint, Luc.Hist. Conscr.13; ἐλέφαντα ἐ. τῷ χρυσῷ ib.51; brighten, give lustre to a dye, PHolm.17.9, al.:—Pass., χρώμασιν ἐπηνθισμένος D.S.1.49.
2 metaph., deck as with flowers, decorate, adorn, κωκυτοῖς ἐ. παιᾶνα A. Ch.150; πολλοῖς ἐ. πόνοισι γενεάν Id.Th.949:—Pass., ἀπαγγελία ἐπηνθισμένη ὀνόμασι ποιητικοῖς Philostr.VS1.15.4.—The aor. Med. ἐπηνθίσω is prob. corrupt in A.Ag.1459 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 902] mit Blumen schmücken, bunt machen, χρώμασιν ἐπηνθισμένος, bunt gemalt, D. Sic. 1, 49; ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνθισμένον Paus. 7, 26, 6; ἐλέφαντα ἐπήνθιζον χρυσῷ, mit Gold auslegen, Luc. hist. conscr. 51; ἂν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύθημα πλεῖον ἐπανθίσῃ, rothe. Farbe aufträgt, ibd. 13; übrtr., von der Rede, ἀπαγγελία ὀνόμασι ποιητικοῖς ἐπηνθισμένη Philostr. – Aesch. sagt πολλοῖς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν, Spt. 932, mit Leid u. Graus das Geschlecht umkränzt habend; κωκυτοῖς ἐπανθίζειν παιᾶνα Ch. 148, mit den Wehklagen schmücken, durchflechten den Päan, Schol. στέφειν ὡς ἄνθεσι; im med., πολύμναστον ἐπηνθίσω αἷμ' ἄνιπτον Ag. 1438, du ließest aufblühen die Blutschuld, beflecktest dich mit Blut.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπήνθιζον, ao. ἐπήνθισα, pf. Pass. ἐπήνθισμαι;
1 couvrir de fleurs, p. ext. parer, orner : ἐλέφαντα χρυσῷ LUC revêtir un éléphant d'ornements d'or ; τινι ἐρύθημα LUC colorer qqn de fard;
2 fig. émailler comme de fleurs : ἐπ. πολλοῖς πόνοισι γενεάν ESCHL entremêler d'épreuves nombreuses les destinées d'une race;
Moy. ἐπανθίζομαι se teindre de : αἷμα ESCHL de sang.
Étymologie: ἐπί, ἀνθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανθίζω:
1 расцвечивать, раскрашивать (χρῶμασιν ἐπηνθισμένος Diod.);
2 украшать (ἐλέφαντα τῷ χρυοῷ Luc.): ἐ. τινὶ ἐρύθημα Luc. покрыть кого-л. румянами;
3 перен. уснащать (παιᾶνα κωκυτοῖς Aesch.);
4 отягощать (τινὰ πολλοῖς πονοισι Aesch.);
5 med. обагрять себя (αἷμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανθίζω: μέλλ. -ίσω, κοσμῶ ὡς δι᾿ ἀνθέων, δίδω εἴς τι ἀνθηρὸν χρῶμα, ἢν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύθημά τε πλεῖον ἐπανθίσῃ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· τὸν ἐλέφαντα... ἐπήνθιζον τῷ χρυσῷ, ἐκόσμουν, αὐτόθι 51. ‒ Παθ., χρώμασιν ἐπηνθισμένος Διόδ. 1. 49· (οὕτω διηνθισμένος ἐν Παυσ. 7. 26, 4)· ἐπηνθισμένη ὀνόμασι ποιητικοῖς Φιλόστρ. 500. 2) μεταφ., κοσμῶ ὡς δι᾿ ἀνθέων, ποικίλω, κωκυτοῖς ἐπανθίζειν παιᾶνα Αἰσχύλ. Χο. 150· περιβάλλω, πολλοῖς ἐπανθίζειν πόνοισι γενεὰν ὁ αὐτὸς Θήβ. 951. Ὁ Μέσ. ἀόρ. ἐπηνθίσω ἀπαντᾷ ἔν τινι ἠκρωτηριασμένῳ χωρίῳ, ὁ αὐτὸς ἐν Ἀγ. 1459.
Greek Monolingual
(Α ἐπανθίζω)
στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.)
αρχ.
ποικίλλω («ἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπανθίζω: μέλ. -σω, κοσμώ, στολίζω, διακοσμώ όπως με λουλούδια, δίνω σε κάτι φωτεινό, λαμπρό χρώμα, σε Λουκ.· μεταφ., διακοσμώ, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. σω
to deck as with flowers, to make bright-coloured, Luc.:—metaph. to decorate, Aesch.