ἐπεισπίπτω (Α)1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου2. ορμώ μέσα3. πέφτω πάνω σε κάτι4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη»).