ἐπιβρέμω (Α)1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ' [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.)2. αντηχώ, βουίζω3. κραυγάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»].