επιδόρπιο

Greek Monolingual

το (Α ἐπιδόρπιος, -ον και -ος, -α, -ον)
φαγητό και γλυκό που προσφέρονται μετά το κύριο γεύμα
αρχ.
κατάλληλος για χρήση στο τέλος του δείπνου («ἐπιδόρπιον ὕδωρ», «ἐπιδόρπιοι τράπεζαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόρπον «απογευματινό φαγητό»].