ἐπιθλίβω (AM)μσν.καταπιέζω κάποιοναρχ.1. πιέζω κάτι από πάνω2. πατώ, καταπατώ3. συνωθώ, συσσωρεύω4. καταπνίγω, παραλύω5. μτφ. ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον.