ἐπικαταρῶμαι, -άομαι (Α) καταρώμαι1. καταριέμαι κάποιον με πάθος, εκφέρω κατάρες2. (για νερό) αυτό που επάνω του έχουν απαγγελθεί κατάρες εναντίον του ενόχου που το πίνει («ὕδωρ ἐπικαταρώμενον», ΠΔ).