επικατασκάπτω
Greek Monolingual
ἐπικατασκάπτω (Α)
1. κατεδαφίζω, καταστρέφω
2. καταστρέφω επίσης
3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.).
ἐπικατασκάπτω (Α)
1. κατεδαφίζω, καταστρέφω
2. καταστρέφω επίσης
3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.).