ἐπικατασκάπτω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
destroy, τῇ καλαύροπι τὸ σπήλαιον D.H.1.39; throw down upon, ἔτι ζῶντος τὴν γῆν Id.4.48; τὴν πόλιν τισί J.AJ13.13.3; destroy as well, App.Ill.8, al.
German (Pape)
[Seite 946] durch Untergraben zusammenstürzen machen, τί τινι, D. Hal. 1, 39.
Greek Monolingual
ἐπικατασκάπτω (Α)
1. κατεδαφίζω, καταστρέφω
2. καταστρέφω επίσης
3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.).