επικοινωνία

Greek Monolingual

η (Α ἐπικοινωνία) επικοινωνώ
κάθε είδους επαφή, επιμιξία, συνάφεια, μεταξύ ατόμων, λαών, χωρών κ.λπ., αμοιβαιότητα σχέσεων
νεοελλ.
1. συγκοινωνία
2. η επαφή με συγγραφείς του παρελθόντος με τη μελέτη τών έργων τους
3. (στον πνευματισμό) συνεννόηση με πνεύματα με τη μεσολάβηση ατόμων που έχουν ιδιάζουσες ψυχικές ιδιότητες.