ἐπικοινωνία
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
English (LSJ)
ἡ, interrelation, Pl. Sph.252d, Thphr. De Odoribus 67.
German (Pape)
[Seite 951] ἡ, das Gemeinhaben, die Gemeinschaft, Plat. Soph. 252 d; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικοινωνία: ἡ общение, общность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικοινωνία: ας, ἡ, κοινότης, κοινωνία, δύναμιν ἔχειν ἐπικοινωνίας (ἔνθα πρότερον, ἐπὶ κοινωνίας) Πλάτ. Σοφ. 252D.
Greek Monolingual
η (Α ἐπικοινωνία) επικοινωνώ
κάθε είδους επαφή, επιμιξία, συνάφεια, μεταξύ ατόμων, λαών, χωρών κ.λπ., αμοιβαιότητα σχέσεων
νεοελλ.
1. συγκοινωνία
2. η επαφή με συγγραφείς του παρελθόντος με τη μελέτη τών έργων τους
3. (στον πνευματισμό) συνεννόηση με πνεύματα με τη μεσολάβηση ατόμων που έχουν ιδιάζουσες ψυχικές ιδιότητες.