επικοινωνώ

Greek Monolingual

(AM ἐπικοινωνῶ, -έω) κοινωνώ
έρχομαι σε επαφή, σε σχέση, σε συνάφεια με κάποιον («περὶ δ’ αὖ τῆς ἐκδόσεως, ἐπικοινωνήσαντες τῷ Ξούθῳ», Δημοσθ.)
νεοελλ.
συνδέομαι ψυχικά, πνευματικά
μσν.- νεοελλ.
συγκοινωνώ «το δωμάτιό μου δεν επικοινωνεί με τον κήπο»
μσν.
συνεισφέρω οικονομικά από κοινού
αρχ.
(για κάθε είδους γνώση) έχω κάτι κοινό, σχετίζομαι («ἐπικοινωνοῦσι δὲ πᾶσαι αἱ ἐπιστῆμαι κατὰ τὰ κοινά», Αριστοτ.).