επικυδής

Greek Monolingual

ἐπικυδής, -ές (Α)
(συνήθως συγκρ. έπικυδέστερος, -α, -ον)
1. ένδοξος, επιφανής
2. λαμπρός, πετυχημένος («ἐπικυδέστερα τὰ πράγματα θἄτερ’ ἐποίησεν», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κύδος «δόξα»].