επικύπτω
Greek Monolingual
(AM ἐπικύπτω) κύπτω
1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.)
2. σκύβω για να κάνω κάτι
μσν.
υποκύπτω
αρχ.
1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.)
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκυφώς
σκυφτός, καμπούρης.