ἐπιποιῶ, -έω (AM) ποιώμσν.(με εμπρόθ. δοτ. τόπου) ζω κάπουαρχ.1. κάνω ή προσθέτω κάτι επί πλέον2. μέσ. ἐπιποιοῦμαι, -έομαικάνω κάτι για τον εαυτό μου, εκτελώ επί πλέον3. προκαλώ, παράγω4. επιγρ. επιβάλλω ποινή.