επιπόλαση
Greek Monolingual
η (Α ἐπιπόλασις) επιπολάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιπολάζω, η θέση του αντικειμένου που παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού, η παραμονή στην επιφάνεια.
η (Α ἐπιπόλασις) επιπολάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιπολάζω, η θέση του αντικειμένου που παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού, η παραμονή στην επιφάνεια.