επιπολάζω

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

Greek Monolingual

(AM ἐπιπολάζω) επιπολής
παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι
2. (για πτηνά) πετώ ψηλά
3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή, υπερισχύω, επικρατώ («ἐπιπολάζοντες... ἐν πᾱσι τοῖς πολιτεύμασιν», Πολ.)
4. είμαι άφθονος (α. «ὁ χυμὸς ἐπεπόλασεν», Ιπποκρ.
β. «τὴν ἐπιπολάζουσαν κακοπραγμοσύνην», Πολ.)
5. υπάρχω σε μεγάλο βαθμό, επικρατώ, συνηθίζομαι («αί μάλιστα ἐπιπολάζουσαι δόξαι», Αριστοτ.)
6. πλημμυρίζω («ἐπιπολάσασαν ἄφνω τὴν θάλασσαν», Λουκιαν.)
7. είμαι αυθάδης, εγωιστής, φέρομαι υβριστικά («τοὺς ἐπιπολάζοντας καὶ πρὶν ἢ κληθῆναι προεξανισταμένους», Διον. Αλ.)
8. (με αιτ.) περιφέρομαι, περιπλανιέμαι
9. (με δοτ.) μτφ. ασχολούμαι με κάτι («παύσομαι τῇ ῥητορικῇ ἐπιπολάζων», Λουκιαν.).