επιστήθιος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιστήθιος, -ον) στήθος
εγκάρδιος, φιλικός («επιστήθιος φίλος»)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που κρέμεται ή φοριέται στο στήθος («επιστήθιος σταυρός»).
-α, -ο (AM ἐπιστήθιος, -ον) στήθος
εγκάρδιος, φιλικός («επιστήθιος φίλος»)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που κρέμεται ή φοριέται στο στήθος («επιστήθιος σταυρός»).