ἐπιστήθιος

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

German (Pape)

[Seite 984] an, auf der Brust, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστήθιος: -ον, (στῆθος) ἐπὶ ἢ παρὰ τὸ στῆθος, ἐπὶ φίλου, οἰκεῖος, προσφιλής, στενός, Δαμασκ. Ι. 1249C (πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιγ΄. 25), Θεοφάν.: ― ὡσαύτως ἐπιστηθίδιος, Ε. Μ. 760. 48, 723., 9., 733, 19., 762, 15, κλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιστήθιος, -ον) στήθος
εγκάρδιος, φιλικόςεπιστήθιος φίλος»)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που κρέμεται ή φοριέται στο στήθοςεπιστήθιος σταυρός»).