επιταράσσω

Greek Monolingual

ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)
1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῦ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.)
2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.).