επιτύμβιος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιτύμβιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, στον τάφο, αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο (α. «και τ’ς επιτύμβιες πέτρες δροσίζει», Σολωμ.
β. «ἐπιτύμβιος λόγος», Ευστ.
γ. «κἀπιτυμβίους χοάς ἔδωκα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιτύμβιο
επίγραμμα που χαράζεται πάνω στο μνήμα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτύμβιον
κωνικό κάλυμμα του κεφαλιού, κουκούλα
αρχ.
πολύ γερασμένη γυναίκα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύμβος.