-ή, -ό επιφάνεια1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφάνεια2. επιπόλαιος, όχι σε βάθος, απατηλός, ψεύτικος («επιφανειακή εξέταση τών πραγμάτων»).