επιφανειακός

Greek Monolingual

-ή, -ό επιφάνεια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφάνεια
2. επιπόλαιος, όχι σε βάθος, απατηλός, ψεύτικος («επιφανειακή εξέταση τών πραγμάτων»).