επιφυλακή

Greek Monolingual

η
1. (για τμήμα στρατού) το να παραμένει σε κατάσταση αναμονής, για να αναλάβει δράση αν χρειαστεί
2. μτφ. ψυχική προετοιμασία για αντιμετώπιση μιας δυσκολίας.