εποκέλλω
Greek Monolingual
ἐποκέλλω (Α)
1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῖα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.)
2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Πρωτεσιλάου», Θουκ.)
3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν... καὶ ἀνακωχεύειν», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκέλλω].