εριδαίνω

Greek Monolingual

ἐριδαίνω (Α) έρις
1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώαὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.)
2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαιεἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.).