ερυσίπτολις

Greek Monolingual

ἐρυσίπτολις, ὁ, ἡ (AM)
ο προστάτης της πόλης
αρχ.
επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (II) + πτόλις, επικ. χ. αντί πόλις.