ερωμανής

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρωμανής, -ές)
ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.).
επίρρ...
ἐρωμανῶς
μσν.
με μανία, με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω-ς + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναιμανής, θεομανής κ.ά.)].