εστιάζω

Greek Monolingual

(Μ ἑστιάζω) εστία
νεοελλ.
1. συγκεντρώνω κάτι σε ένα σημείο, εντοπίζω, επικεντρώνω
2. φυσ. με κατάλληλα όργανα αναγκάζω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων να συγκλίνει σ' ένα σημείο του χώρου («εστιάζω ηλεκτρονική δέσμη»)
μσν.
τρώγω, γευματίζω.