επικεντρώνω
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
Greek Monolingual
(Α μόνο το μέσ. ἐπικεντροῦμαι, -όομαι) κεντρώνω
1. περιορίζω ή συγκεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή σε ένα κύριο σημείο, εστιάζω
2. τεχνολ. προσδιορίζω τον κεντρικό άξονα ενός κυλινδρικού σώματος, π.χ. ενός σωλήνα πυροβόλου, κατά την κατασκευή
αρχ.
αστρον. κατέχω ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα.