εντοπίζω

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

ἐντοπίζω)
1. περιορίζω κάτι σ' έναν τόπο, σ' ένα σημείο, περιστέλλω
2. ανακαλύπτω, καθορίζω πού βρίσκεται κάποιος ή κάτιεντοπίζω τον δράστη»).