εσχαρώνω

Greek Monolingual

(Α ἐσχαρῶ, -όω) εσχάρα
1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, το επουλώνω
2. παθ. εσχαρούμαι
(για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω
νεοελλ.
αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια
αρχ.
1. πληγιάζω, προξενώ έλκος
2. είμαι καυστικός.