ετερογένεση
Greek Monolingual
η
1. γένεση κατά την οποία εναλλάσσεται παρθενογένεση με αμφιγονία
2. γένεση μιας νέας μορφής η οποία είναι διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους κατιόντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogenesis < ετερο- + γένεσις.