παρθενογένεση
Greek Monolingual
και παρθενογενεσία και παρθενογένεια και παρθενογονία
1. βιολ. α) (για ζώα) η αμφιγονική αναπαραγωγή, χωρίς γονιμοποίηση, δηλ. χωρίς τη συμμετοχή του ενός φύλου, κατά κανόνα του αρσενικού, σε είδη ζώων που χαρακτηρίζονται από φυλετικότητα
β) (για φυτά) αναπαραγωγή σε κατώτερες μορφές, όπως λ.χ. στα φύκη, στους μύκητες, στα πτεριδόφυτα, κατά την οποία οι θηλυκοί γαμέτες διαφοροποιούνται και μετατρέπονται σε έναν ψευδοζυγώτη ο οποίος δίνει μερικές φορές σπόρια ταυτόσημα με τα σπόρια που προκύπτουν από την αμφιγονική παραγωγή
2. υπερφυσική γέννηση κάποιου από παρθένο χωρίς να προηγηθεί συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parthenogenesis / parthenogeny (< παρθένος + γένεση). Ο τ. παρθενογένεια μαρτυρείται από το 1888 στον Π.Γ. Γεννάδιο, ενώ ο τ. παρθενογονία από το 1829 στην εφημερίδα Άστυ].