αμφιγονία

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

η (Βιολ.)
ένας από τους δύο τρόπους αναπαραγωγής τών οργανισμών κατά τον οποίο, σε αντίθεση προς τη μονογονία, απαιτείται η παρουσία δύο ειδικών ατόμων ή κυττάρων αυτά συνήθως παρουσιάζουν μεταξύ τους μορφολογικές διαφορές και λέγονται γαμέτες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αμφι- + -γονία < γόνος, πρβλ. αγγλ. amphigony].