Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ετοιμοτρεπής
Greek Monolingual
ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α) αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<έτοιμος+ -τρεπής (<τρέπω), πρβλ. ευτρεπής].