Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευτρεπής

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐτρεπής, -ές)
έτοιμος, παρασκευασμένος για κάποιο έργο
νεοελλ.
ναυτ. φρ. «ευτρεπής άγκυρα» — η άγκυρα που αναδύθηκε από τη θάλασσα, που απαλλάχθηκε από κάθε περιπλοκή της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη.
επίρρ...
εὐτρεπῶς και -έως (Α)
φρ. «εὐτρεπῶς ἔχω» — είμαι έτοιμος, είμαι προετοιμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρέπω.