εὐαλθής, -ές (Α)1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος2. αυτός που θεραπεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσαλθής, ωμαλθής].