εὐαλθής

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαλθής Medium diacritics: εὐαλθής Low diacritics: ευαλθής Capitals: ΕΥΑΛΘΗΣ
Transliteration A: eualthḗs Transliteration B: eualthēs Transliteration C: evalthis Beta Code: eu)alqh/s

English (LSJ)

εὐαλθές, (ἀλθαίνω)
A easily healed, Hp.Art.39: Comp., ib.68: Sup., Antyll. ap. Orib.45.16.4.
II Act., healing, Nic.Al.326,622.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαλθής: -ές, (ἄλθω) εὐκόλως θεραπευόμενος, εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804· συγκρ., αὐτόθι 831. ΙΙ. ἐνεργ., θεραπεύων, ἰώμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 326.

Greek Monolingual

εὐαλθής, -ές (Α)
1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος
2. αυτός που θεραπεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσαλθής, ωμαλθής].

German (Pape)

ές, leicht zu heilen, Hippocr. und Sp.