δυσαλθής
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
δυσαλθές, = δυσάλθητος (difficult to heal, incurable, hard to cure, inveterate), Hp.Art.41, Cass.Pr.1 (Comp.);
A τὸ τῆς φύσεως δυσαλθές Pl.Ax.367b. Adv. δυσαλθῶς = incurably Philum. ap. Orib.45.29.36.
2 deadly, Nic.Al.12, 157, Luc.Dem.Enc.13: neuter plural as adverb, δυσαλθέα = incurably, irremediably Q.S.12.408.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [gen. δυσαλθέος AP 2.179 (Christod.); plu. nom. masc. δυσαλθέες Aret.SD 1.7.8; ac. δυσαλθέας Nic.Th.466; neutr. δυσαλθέα Q.S.12.408]
I 1difícil de curar, de difícil curación ἀποστάσιες Hp.Art.41, τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δ. Pl.Ax.367b, πυθεδόνες Nic.l.c., γέροντες Aret.l.c., ἕλκεα Aret.SD 1.14.4, Cass.Pr.1, λοιμός Orác. en ZPE 1.1967.184 (Hierápolis II d.C.), νόσοι Luc.Dem.Enc.13, λύσσα AP l.c., cf. D.C.77.15.5, Phot.δ 792
•neutr. plu. adv. de manera incurable ὀφθαλμοὶ ... δυσάλθεα γλαυκιόωντες Q.S.l.c.
2 venenoso, mortal στόνυξ Lyc.796, στομίοισι δ. ... ἀκόνιτον Nic.Al.12, ποτόν Nic.Al.157, τὸ δ. ... γάλα por la mordedura de una serpiente en la ubre de una gacela AP 9.1 (Polyaen.).
3 desagradable, molesto οὔ μ' ἄλοχος κομέουσα δυσαλθέα κήδεα λύσει Gr.Naz.M.37.1014.
II adv. δυσαλθῶς = de manera difícil de curar ἑλκοῦσθαι Philum. en Orib.45.29.36.
German (Pape)
[Seite 675] ές, schwer zu heilen; Hippocr.; Plat. Ax. 367 b; Luc. Dem. enc. 13 u. sp. D., z. B. Polyaen. 4 (IX, 1), γάλα, vergiftete Milch; στόνυξ Lycophr. 796.
Russian (Dvoretsky)
δυσαλθής:
1 трудноизлечимый или неизлечимый (ἐπίκηρος καὶ δ. Plat.; νόσοι τραυμάτων Luc.);
2 отравленный, зараженный (γάλα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαλθής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἄρθρ. 807, Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) θανάσιμος, Νίκ. Ἀλ. 12. 157.
Greek Monolingual
δυσαλθής, -ές (Α)
1. ανίατος, αθεράπευτος
2. θανάσιμος.