ευαλσής

Greek Monolingual

εὐαλσής, -ές (Α)
αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλσής (< άλσος), πρβλ. καταλσής].