εὐαλσής

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαλσής Medium diacritics: εὐαλσής Low diacritics: ευαλσής Capitals: ΕΥΑΛΣΗΣ
Transliteration A: eualsḗs Transliteration B: eualsēs Transliteration C: evalsis Beta Code: eu)alsh/s

English (LSJ)

εὐαλσές, (ἄλσος) with beautiful groves, prob. in Str.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 1056] ές, mit schönen Hainen, Strab. III p. 152; mss. εὐαλδές.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαλσής: -ές, (ἄλσος) ἔχων ὡραῖα ἄλση, Στραβ. 152.

Greek Monolingual

εὐαλσής, -ές (Α)
αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλσής (< άλσος), πρβλ. καταλσής].