ευβάστακτος
Greek Monolingual
εὐβάστακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει
αρχ.
(για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. αβάστακτος].