βαστακτός

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαστακτός Medium diacritics: βαστακτός Low diacritics: βαστακτός Capitals: ΒΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: bastaktós Transliteration B: bastaktos Transliteration C: vastaktos Beta Code: bastakto/s

English (LSJ)

βαστακτή, βαστακτόν, borne, AP12.52 (Mel.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 llevado ἐμοῖς β. ἐπ' ὤμοις AP 12.52 (Mel.).
2 adv. -ῶς en volandas β. ἀποφέρεσθαι de un borracho, Mac.Magn.Apocr.3.43 (p.149).

German (Pape)

[Seite 438] zu tragen, Mel. 7 (XII, 52).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté.
Étymologie: βαστάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαστακτός -ή -όν βαστάζω gedragen:. ἐμοῖς βαστακτὸς ἐπ’ ὤμοις gedragen op mijn schouders AP 12.52.5.

Russian (Dvoretsky)

βαστακτός: несомый (ἐν ὤμοις Anth.).

Greek Monotonic

βαστακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που βαστάζεται, φέρεται, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βαστακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὁ βασταζόμενος, φερόμενος, βαστακτὸς ἐπ’ὤμοις Ἀνθ. ΙΙ. 12.52.

Middle Liddell

verb. adj. of βαστακτός
to be borne, Anth.