βαστακτός
From LSJ
English (LSJ)
βαστακτή, βαστακτόν, borne, AP12.52 (Mel.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 llevado ἐμοῖς β. ἐπ' ὤμοις AP 12.52 (Mel.).
2 adv. -ῶς en volandas β. ἀποφέρεσθαι de un borracho, Mac.Magn.Apocr.3.43 (p.149).
German (Pape)
[Seite 438] zu tragen, Mel. 7 (XII, 52).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté.
Étymologie: βαστάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαστακτός -ή -όν βαστάζω gedragen:. ἐμοῖς βαστακτὸς ἐπ’ ὤμοις gedragen op mijn schouders AP 12.52.5.
Russian (Dvoretsky)
βαστακτός: несомый (ἐν ὤμοις Anth.).
Greek Monotonic
βαστακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που βαστάζεται, φέρεται, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βαστακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὁ βασταζόμενος, φερόμενος, βαστακτὸς ἐπ’ὤμοις Ἀνθ. ΙΙ. 12.52.
Middle Liddell
verb. adj. of βαστακτός
to be borne, Anth.