ευγεώργητος

Greek Monolingual

εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. αγεώργητος].