αγεώργητος
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγεώργητος, -ον)
ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γεωργῶ.
ΠΑΡ. ἀγεωργησία.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
-η, -ο (Α ἀγεώργητος, -ον)
ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γεωργῶ.
ΠΑΡ. ἀγεωργησία.