ευθυωρία

Greek Monolingual

η (Α εὐθυωρία)
η ευθεία κίνηση ή κατεύθυνση
αρχ.
1. φρ. α) «κατ' εὐθυωρίαν» — κατά μήκος
β) «ἀντικρούω κατ' εὐθυωρίαν» — αντιστέκομαι ευθέως
γ) «ἄπειρα εἰς εὐθυωρίαν» — σε άπειρη σειρά
2. δοτ. εὐθυωρίᾳ
κατευθείαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -ορία (< όρος). Το -ω- ερμηνεύεται είτε ως «έκταση εν συνθέσει» είτε ως επίδραση δωρική (θ. όρF- > ωρ-, βλ. λ. όρος). Ως προς τη σχέση του ευθυωρία με το ευθύωρος, πρόκειται μάλλον για παράλληλα πλασμένους τ. και όχι για παράγωγα (λ.χ. ευθύωρος > ευθυωρία). Στην Ιωνική χρησιμοποιήθηκε ο τ. ιθυωρίη με α' συνθετικό ιθύς (βλ. λ. ευθύς)].